- καδμείος
- -α, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάδμο: Τα γράμματα του ελληνικού αλφάβητου τα έλεγαν καδμεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Καδμεῖος — the Cadmeans masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καδμείος — α, ο (Α καδμεῑος, εία, ον, ιων. τ. καδμήιος, ίη, ον, θηλ. και καδμηίς, ίδος, ποιητ. τ. καδμέιος [Κάδμος] 1. αυτός που προέρχεται από τον Κάδμο ή ανήκει ή αναφέρεται στον Κάδμο, τον θεμελιωτή τών αρχαίων Θηβών 2. φρ. α) «καδμήια γράμματα» οι… … Dictionary of Greek
Καδμεῖον — Καδμεῖος the Cadmeans masc acc sg Καδμεῖος the Cadmeans neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμεῖα — Καδμεῖος the Cadmeans neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμεῖαι — Καδμεῖος the Cadmeans fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμεῖε — Καδμεῖος the Cadmeans masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμεῖοι — Καδμεῖος the Cadmeans masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμηίην — Καδμεῖος the Cadmeans fem acc sg (epic ionic) Καδμήιος the Cadmeans fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμήια — Καδμεῖος the Cadmeans neut nom/voc/acc pl (ionic) Καδμήιος the Cadmeans neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καδμήιος — Καδμεῖος the Cadmeans masc nom sg (ionic) Καδμήιος the Cadmeans masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)